- δηνάριο
- τονόμισμα της Σερβίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δηνάριο — (denarius). Αργυρό ρωμαϊκό νόμισμα που κόπηκε για πρώτη φορά περίπου το 268 π.Χ., με βάρος περίπου 4,55 γρ. και αξία 10 ασαρίων. Το 217 π.Χ. το βάρος του περιορίστηκε σε 3,90 γρ. και η αξία του αυξήθηκε σε 16 ασάρια. Σε όλη τη δημοκρατική περίοδο … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
γρόσι — το 1. νόμισμα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 τής τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες 2. πληθ. τα γρόσ(ι) α χρήματα 3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα β) «κάθε… … Dictionary of Greek
δεκάχαλκον — δεκάχαλκον, το (Α) νόμισμα ισοδύναμο με δέκα «χαλκούς», με δέκα χάλκινα νομίσματα, το ρωμαϊκό δηνάριο … Dictionary of Greek
δινάρι — το (Μ δινάριον) το δηνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δηνάριο] … Dictionary of Greek
ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
στάγιον — τὸ, Α το δηνάριο … Dictionary of Greek